- συμπλέκομαι
- συμπλέκομαι, (συνεπλάκη - συνεπλάκησαν) βλ. πίν. 212
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συμπλέκομαι — συμπλέκω twine pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπροσπλέκομαι — Α συμπλέκομαι, μάχομαι με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προσπλέκομαι «εμπλέκομαι, συμπλέκομαι»] … Dictionary of Greek
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
συνταργανούμαι — όομαι, Α περιτυλίγομαι, συμπλέκομαι («ἐν ἀμφιβλήστρῳ συντεταργανωμένας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταργανοῦμαι «συμπλέκομαι, περιτυλίσσομαι» (< ταργάνη, άλλος τ. τού σαργάνη «πλέγμα, σχοινί»)] … Dictionary of Greek
αλληλαρπάζομαι — και αλληλο 1. αρπάζω τα υπάρχοντα άλλων και εκείνοι αρπάζουν τα δικά μου 2. έρχομαι στα χέρια με κάποιον, συμπλέκομαι 3. αλληλαπάγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + αρπάζω (ο μαι)] … Dictionary of Greek
αλληλοσκοτώνομαι — 1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τόν χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι 2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη 3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σκοτώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναπλέκω — (Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω) 1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ 2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω» (νεοελλ 1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά 2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… … Dictionary of Greek
διπλοχαιρετώ — ( άω) και διπλοχαιρετίζω (Μ διπλοχαιρετῶ και διπλοχαιρετίζω) χαιρετώ δύο φορές, ανταποδίδω χαιρετισμό μσν. μέσ. ( ώμαι) συμπλέκομαι, συγκρούομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διπλοχαιρετίζω σχηματίστηκε από τον αόριστο του διπλοχαιρετώ κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek